αρμέγομαι

αρμέγομαι
αρμέγομαι, αρμέχτηκα, αρμεγμένος βλ. πίν. 22

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθέλγω — ἀθέλγω (Α) 1. αρμέγω 2. παθ. εξάγομαι με πίεση, αρμέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. σε λγω πιθ. αναλογική προς το συνώνυμο ἀμέλγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”